- δη
- δή (Α)(μόριο)1. χρον. σ' αυτό το σημείο, τώρα, τότε, ήδη («δὴ τότε», «δή ῥα τότε» γ. «ἐννέα δὴ βεβάασιν, ἐνιαυτοί» — πέρασαν ήδη εννιά χρόνιαδ. «ἕκτον δὲ δὴ τόδ' ἦμαρ» — αυτή είναι ακριβώς η έκτη μέραε. «τόδε δή» — αυτή τη στιγμή ακριβώς)2. (εμφαντικό μόριο) πράγματι, βέβαια (α. «νῡν δὲ ὁρᾱτε δή» — τώρα πράγματι βλέπετε... β. «σοφιστὴν δή τι ὀνομάζουσι τὸν ἄνδρα» — τον αποκαλούν σοφιστή ως γνωστόνγ. «ἅτε δὴ ἐόντες» — επειδή πράγματι ήταν... δ. «ὡς φόνον νίζουσα δή» — τάχα σαν να ξέπλενε το αίμα)3. (μεταβατικό, εξακολουθητικό) λοιπόν, έτσι λοιπόν («τὴν μὲν δὴ τυραννίδα οὕτως εἶχον»)4. (επιτατικό) α) «καὶ μετὰ ὅπλων γε δή» — και πάνω απ' όλα, με όπλαβ) «εἰ δὲ δὴ πόλεμος ἥξει» — και, κυρίως, αν ξεσπάσει πόλεμος5. «καὶ δή» — και μάλιστα, και επιπλέον.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παλιά οργανική πτώση < ΙΕ *dē (πρβλ. λατ. dē, αρχ. ιρλ. dῑ). Η σχέση με τα δαι*, δε* είναι πιθανή.
Dictionary of Greek. 2013.